Μια διαταραχή της ποιότητας των ούρων που χρειάζεται διερεύνηση.
Αιματουρία καλείται η παρουσία ερυθρών αιμοσφαιρίων στο ούρα.
Ανάλογα από τον αριθμό των αιμοσφαιρίων, αν είναι λίγα και δεν αλλάζει το διαυγές, αχειρόχρουν, χρώμα των ούρων, τότε μιλούμε για τη μικροσκοπική αιματουρία. Αν τα ούρα έχουν χρωματισθεί τότε μιλούμε για μακροσκοπική αιματουρία.
Όταν η αιματουρία δεν συνοδεύεται από άλλο σύμπτωμα , όπως πόνο ή τσούξιμο, τότε χαρακτηρίζεται σαν ανώδυνη αιματουρία.
Εάν η αιματουρία εμφανίζεται στην αρχή ή στο τέλος της ούρησης, έχουμε την αρχική ή την τελική αιματουρία. Τέλος αν όλη η ούρηση είναι αιματηρή, τότε μιλούμε για ολική αιματουρία.
Κάθε μορφή αιματουρίας, ιδιαίτερα η ολική ανώδυνη αιματουρία, πρέπει να θεωρείτε σαν σύμπτωμα πιθανής νεοπλασίας του ουροποιογεννητικού συστήματος. Άλλα αίτια αιματουρίας είναι η λιθίαση, οι φλεγμονές, ο τραυματισμός, η φυματίωση κ.λ.π.π.
Η διερεύνηση της αιματουρίας αρχίζει πάντα με τη λεπτομερή λήψη του ιστορικού, στο οποίο δίδετε ιδιαίτερη προσοχή στο τι προηγήθηκε της αιματουρίας, αν δηλαδή προϋπήρξε κάποιος τραυματισμός, ή πόνος, ή η λήψη κάποιας τροφής ή φαρμάκου, ή αν η αιματουρία παρουσιάσθηκε ξαφνικά χωρίς κανένα άλλο σύμπτωμα.
Μετά το ιστορικό ακολουθεί η προσεκτική κλινική εξέταση του ασθενούς, η ποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την επισκόπηση για τυχών μώλωπες (ιδιαίτερα στις νεφρικές χώρες, υπερηβικά και στα γεννητικά όργανα) και την ψηλάφηση των περιοχών αυτών.
Οι εργαστηριακές εξετάσεις που θα ακολουθήσουν θα βοηθήσου στο να τεθεί με βεβαιότητα η διάγνωση.
Μία γενική ούρων θα αποδείξει την ύπαρξη των ερυθρών αιμοσφαιρίων και θα γίνει διαφοροδιάγνωση από άλλα αίτια που προκαλούν χρωματισμό των ούρων, όπως, η βρώση ορισμένων τροφών, η λήψη φαρμάκων, η αιμοσφαιρινουρία, ο ίκτερος κ.λ.π.
Η γενική αίματος πιθανόν να προσδιορίσει το μέγεθος της αιματουρίας.
Σε πολλές περιπτώσεις και εφόσον ο κλασικός έλεγχος δεν διαπιστώσει αιτία αιματουρίας, η κυτταρολογική εξέταση των ούρων μπορεί να βοηθήσει στον προσανατολισμό του ιατρού για περαιτέρω εξετάσεις.
Ο αιμορραγικός έλεγχος θα ξεκαθαρίσει αν η αιματουρία οφείλεται σε παθολογική πηκτικότητα του αίματος, αν και αυτό δεν αποκλείει την ύπαρξη νεοπλάσματος του ουροποιογενιτικού συστήματος.
Ο ακτινολογικός έλεγχος περιλαμβάνει στην αρχή μία απλή ακτινογραφία και ένα υπερηχογράφημα νεφρών, ουρητήρων και ουροδόχου κύστης. Η ενδοφλέβια πυελογραφία είναι μία εξέταση στην οποία εξετάζουμε την μορφολογία αλλά και την λειτουργικότητα του ουροποιητικού συστήματος και ιδιαίτερα χρήσιμη, ιδίως σε παθήσεις του ουρητήρα. Η αξονική τομογραφία, το σπινθηρογράφημα και η μαγνητική τομογραφία συμπληρώνουν πολλές φορές τον έλεγχο, συμβάλλοντας σημαντικά όχι μόνο στο να τεθεί η διάγνωση αλλά και στη σταδιοποίηση της νόσου.
Τα τελευταία χρόνια η ενδοουρολογία, με την ουρηθροκυστεοσκόπηση και την ουρητηροσκόπηση έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην πρώιμη διάγνωση των αιτίων της αιματουρίας αλλά και στην αποτελεσματική αντιμετώπισή τους.
Όχι σπάνια παρά τον έλεγχο που γίνετε μπορεί να μην βρεθεί το αίτιο μιας αιματουρίας. Τότε ο ασθενής τίθεται υπό παρακολούθηση και καλείται σε επανεξέταση σε τρεις μήνες, εκτός εάν παρουσιάσει εν τω μεταξύ παρουσιάσει μακροσκοπική αιματουρία, οπόταν και υποβάλλεται σε κυστεοσκόπηση με μεγάλη πιθανότητα να βρεθεί από πού αιμορραγεί ο ασθενής.
Η θεραπεία της αιματουρίας εξαρτάται από το αίτιο που την προκάλεσε. Σε μικρή αιματουρία η αντιμετώπιση του αιτίου γίνεται αφού ολοκληρωθεί ο απαραίτητος έλεγχος. Σε μεγάλη αιματουρία στην οποία υπάρχουν πήγματα αίματος στην ουροδόχο κύστη, τότε καθετηριάζετε ο ασθενής και γίνεται πλύση της ουροδόχου κύστης για να αφαιρεθούν τα πήγματα τα οποία συντηρούν την αιματουρία.
Να κρατήσουμε το ότι κάθε αιματουρία δεν σημαίνει και νεόπλασμα του ουροποιητικού, αλλά όμως σίγουρα ο ασθενής πρέπει να απευθυνθεί άμεσα στον ειδικό ιατρό.
Η κατά τακτά διαστήματα εξέταση των ούρων μπορεί να μας αποκαλύψει από πολύ νωρίς κάποια σοβαρή βλάβη του ουροποιογενιτικού συστήματός μας.
Αιματουρία καλείται η παρουσία ερυθρών αιμοσφαιρίων στο ούρα.
Ανάλογα από τον αριθμό των αιμοσφαιρίων, αν είναι λίγα και δεν αλλάζει το διαυγές, αχειρόχρουν, χρώμα των ούρων, τότε μιλούμε για τη μικροσκοπική αιματουρία. Αν τα ούρα έχουν χρωματισθεί τότε μιλούμε για μακροσκοπική αιματουρία.
Όταν η αιματουρία δεν συνοδεύεται από άλλο σύμπτωμα , όπως πόνο ή τσούξιμο, τότε χαρακτηρίζεται σαν ανώδυνη αιματουρία.
Εάν η αιματουρία εμφανίζεται στην αρχή ή στο τέλος της ούρησης, έχουμε την αρχική ή την τελική αιματουρία. Τέλος αν όλη η ούρηση είναι αιματηρή, τότε μιλούμε για ολική αιματουρία.
Κάθε μορφή αιματουρίας, ιδιαίτερα η ολική ανώδυνη αιματουρία, πρέπει να θεωρείτε σαν σύμπτωμα πιθανής νεοπλασίας του ουροποιογεννητικού συστήματος. Άλλα αίτια αιματουρίας είναι η λιθίαση, οι φλεγμονές, ο τραυματισμός, η φυματίωση κ.λ.π.π.
Η διερεύνηση της αιματουρίας αρχίζει πάντα με τη λεπτομερή λήψη του ιστορικού, στο οποίο δίδετε ιδιαίτερη προσοχή στο τι προηγήθηκε της αιματουρίας, αν δηλαδή προϋπήρξε κάποιος τραυματισμός, ή πόνος, ή η λήψη κάποιας τροφής ή φαρμάκου, ή αν η αιματουρία παρουσιάσθηκε ξαφνικά χωρίς κανένα άλλο σύμπτωμα.
Μετά το ιστορικό ακολουθεί η προσεκτική κλινική εξέταση του ασθενούς, η ποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την επισκόπηση για τυχών μώλωπες (ιδιαίτερα στις νεφρικές χώρες, υπερηβικά και στα γεννητικά όργανα) και την ψηλάφηση των περιοχών αυτών.
Οι εργαστηριακές εξετάσεις που θα ακολουθήσουν θα βοηθήσου στο να τεθεί με βεβαιότητα η διάγνωση.
Μία γενική ούρων θα αποδείξει την ύπαρξη των ερυθρών αιμοσφαιρίων και θα γίνει διαφοροδιάγνωση από άλλα αίτια που προκαλούν χρωματισμό των ούρων, όπως, η βρώση ορισμένων τροφών, η λήψη φαρμάκων, η αιμοσφαιρινουρία, ο ίκτερος κ.λ.π.
Η γενική αίματος πιθανόν να προσδιορίσει το μέγεθος της αιματουρίας.
Σε πολλές περιπτώσεις και εφόσον ο κλασικός έλεγχος δεν διαπιστώσει αιτία αιματουρίας, η κυτταρολογική εξέταση των ούρων μπορεί να βοηθήσει στον προσανατολισμό του ιατρού για περαιτέρω εξετάσεις.
Ο αιμορραγικός έλεγχος θα ξεκαθαρίσει αν η αιματουρία οφείλεται σε παθολογική πηκτικότητα του αίματος, αν και αυτό δεν αποκλείει την ύπαρξη νεοπλάσματος του ουροποιογενιτικού συστήματος.
Ο ακτινολογικός έλεγχος περιλαμβάνει στην αρχή μία απλή ακτινογραφία και ένα υπερηχογράφημα νεφρών, ουρητήρων και ουροδόχου κύστης. Η ενδοφλέβια πυελογραφία είναι μία εξέταση στην οποία εξετάζουμε την μορφολογία αλλά και την λειτουργικότητα του ουροποιητικού συστήματος και ιδιαίτερα χρήσιμη, ιδίως σε παθήσεις του ουρητήρα. Η αξονική τομογραφία, το σπινθηρογράφημα και η μαγνητική τομογραφία συμπληρώνουν πολλές φορές τον έλεγχο, συμβάλλοντας σημαντικά όχι μόνο στο να τεθεί η διάγνωση αλλά και στη σταδιοποίηση της νόσου.
Τα τελευταία χρόνια η ενδοουρολογία, με την ουρηθροκυστεοσκόπηση και την ουρητηροσκόπηση έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην πρώιμη διάγνωση των αιτίων της αιματουρίας αλλά και στην αποτελεσματική αντιμετώπισή τους.
Όχι σπάνια παρά τον έλεγχο που γίνετε μπορεί να μην βρεθεί το αίτιο μιας αιματουρίας. Τότε ο ασθενής τίθεται υπό παρακολούθηση και καλείται σε επανεξέταση σε τρεις μήνες, εκτός εάν παρουσιάσει εν τω μεταξύ παρουσιάσει μακροσκοπική αιματουρία, οπόταν και υποβάλλεται σε κυστεοσκόπηση με μεγάλη πιθανότητα να βρεθεί από πού αιμορραγεί ο ασθενής.
Η θεραπεία της αιματουρίας εξαρτάται από το αίτιο που την προκάλεσε. Σε μικρή αιματουρία η αντιμετώπιση του αιτίου γίνεται αφού ολοκληρωθεί ο απαραίτητος έλεγχος. Σε μεγάλη αιματουρία στην οποία υπάρχουν πήγματα αίματος στην ουροδόχο κύστη, τότε καθετηριάζετε ο ασθενής και γίνεται πλύση της ουροδόχου κύστης για να αφαιρεθούν τα πήγματα τα οποία συντηρούν την αιματουρία.
Να κρατήσουμε το ότι κάθε αιματουρία δεν σημαίνει και νεόπλασμα του ουροποιητικού, αλλά όμως σίγουρα ο ασθενής πρέπει να απευθυνθεί άμεσα στον ειδικό ιατρό.
Η κατά τακτά διαστήματα εξέταση των ούρων μπορεί να μας αποκαλύψει από πολύ νωρίς κάποια σοβαρή βλάβη του ουροποιογενιτικού συστήματός μας.